Η Κολπίτιδα συνιστά φλεγμονή του κόλπου, μικροβιακής η μη αιτιολογίας και αποτελεί ένα από τα συνηθέστερα γυναικολογικά προβλήματα που απασχολούν τις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας.

Οι συνηθέστερες μορφές κολπίτιδας είναι η μυκητιασική ( ή καντιτιασική κολπίτιδα ) και η βακτηριακή κολπίτιδα ( bacterial vaginosis – βακτηριακή κόλπωση ). Σε γυναίκες εμμηνοπαυσιακές συναντάται επίσης συχνά η ατροφική κολπίτιδα. Σπανιότερες μορφές κολπίτιδας είναι η τριχομοναδική και η φλεγμονώδης κολπίτιδα. Φλεγμονή του τραχήλου της μήτρας ( ενδοτραχηλίτιδα ) συνήθως σχετίζεται με λοίμωξη από γονόκοκκο η χλαμύδια, μικρόβια τα οποία μπορεί επίσης να οδηγήσουν σε πυελική φλεγμονή ( φλεγμονώδης νόσος της πυέλου ).

Όσον αφορά τις συνηθέστερες μορφές κολπίτιδας, παραθέτονται στο κείμενο που ακολουθεί πληροφορίες για την συμπτωματολογία που προκαλούν, τον τρόπο διάγνωσης, και τον τρόπο θεραπείας.

1.Βακτηριακή Κολπίτιδα ( bacterial vaginosis )

Οι γυναίκες που πάσχουν από βακτηριακή κολπίτιδα συνήθως παραπονούνται για ερεθισμό του κόλπου και του αιδοίου, υπερέκκριση δύσοσμων κολπικών υγρών διαφορετικής σύστασης από τα φυσιολογικά κολπικά υγρά, και δυσοσμία κυρίως μετά την σεξουαλική επαφή. Η βακτηριακή κολπίτιδα οφείλεται σε διαταραχή της φυσιολογικής κολπικής χλωρίδας, με μείωση των αερόβιων βακτηρίων που υπάρχουν φυσιολογικά στον κόλπο ( κυρίως του γαλακτοβάκιλλου που παράγει το υπεροξείδιο του υδρογόνου διατηρώντας το PH του κόλπου κάτω από 4,5 ) και επικράτηση αναερόβιων μικροβίων όπως η Gardnerella Vaginalis και το Mycoplasma hominis.

Η διάγνωση τίθεται κλινικά, αλλά μπορεί να χρειαστεί και καλλιέργεια κολπικού υγρού αναλόγως με την περίσταση.

Δεν θεωρείται σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα.

Οι γυναίκες που πάσχουν από βακτηριακή κολπίτιδα διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για φλεγμονώδη νόσο της πυέλου και μετεγχειρητικές λοιμώξεις, καθώς και επιπλοκές της κύησης όπως η πρόωρη ρήξη των υμένων και η χοριοαμνιονίτιδα.

Η θεραπεία είναι απλή, με τοπική ή από του στόματος χορήγηση αντιβιοτικών (μετρονιδαζόλης η κλινδαμυκίνης) για μία εβδομάδα.

Αρκετά συχνά παρουσιάζονται υποτροπές που απαιτούν επανάληψη της θεραπείας. Σε σπάνιες περιπτώσεις συχνών υποτροπών, έχει θέση η μακροχρόνια προφυλακτική αγωγή.

2. Μυκητιασική ή καντιτιασική κολπίτιδα

Το 75% των γυναικών θα παρουσιάσουν τουλάχιστον ένα επεισόδιο κατά τη διάρκεια της ζωής τους, ενώ το 45% δύο η περισσότερα.

Συχνότερο παθογόνο είναι ο μύκητας Candida albicans, που ευθύνεται για το 85- 90% των περιπτώσεων.

Η συμπτωματολογία περιλαμβάνει κνησμό, αίσθημα καύσου και κολπική υπερέκκριση. Με τη σύσταση των κολπικών υγρών να ποικίλλει από λεπτόρρευστα και υδαρή εως παχύρευστα, με χαρακτηριστική την εικόνα παχύρρευστου κολπικού εκκρίματος που προσομοιάζει με cottage cheese.

Προδιαθεσικοί παράγοντες είναι η λήψη αντιβιοτικής αγωγής, η κύηση και ο σακχαρώδης διαβήτης.

H διάγνωση τίθεται κλινικά, η με άμεση μικροσκόπηση του κολπικού επιχρίσματος και καλλιέργεια απαιτείται σε σπάνιες περιπτώσεις συχνών υποτροπών.

Προτιμώνται βραχείες θεραπείες με αντιμυκητιασικούς παράγοντες, είτε από του στόματος, είτε με κολπική εφαρμογή.

Σε περιπτώσεις υποτροπών μπορεί να εφαρμοστούν συνδυαστικές θεραπείες μεγαλύτερης διάρκειας. Ενώ σε πολλαπλές υποτροπές ( άνω των τεσσάρων επεισοδίων ετησίως ) μπορεί να χρειαστεί προφυλακτική αγωγή.

3 .Ατροφική Κολπίτιδα

Η έλλειψη οιστρογόνων κατά την εμμηνόπαυση, οδηγεί σε ατροφία του κολπικού και αιδοιϊκού επιθηλίου. Προκαλώντας δυσπαρευνία ( πόνο κατά την σεξουαλική επαφή ) και περιστασιακά αιμορραγίες μετά την επαφή. Η διάγνωση τίθεται κλινικά, και η θεραπεία  γίνεται με τοπική εφαρμογή κρέμας οιστρογόνων.

Εφόσον συνυπάρχουν εξάψεις ή οστεοπόρωση και δεν υπάρχουν αντενδείξεις, μπορεί να χορηγηθεί θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης. Επί αντενδείξεων χορήγησης ορμονικών σκευασμάτων ( π.χ. καρκίνος μαστού), μπορούν να χορηγηθούν τοπικά σκευάσματα που περιέχουν υαλουρονικό οξύ. Ενυδατώνουν την περιοχή, αμβλύνοντας την συμπτωματολογία.

4. Τριχομοναδική Κολπίτιδα

Συνιστά σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα. Χαρακτηρίζεται από άφθονη, πυώδους συστάσεως, δύσοσμη κολπική υπερέκκριση, που συνοδεύεται από αίσθημα κνησμού. Χαρακτηριστική είναι η εικόνα της φραουλοειδούς διάστιξης του τραχήλου κατά την επισκόπηση, ενώ η διάγνωση τίθεται κατά την μικροσκόπηση του κολπικού επιχρίσματος ή με καλλιέργεια κολπικού υγρού.

Σημαντικός είναι ο έλεγχος για παρουσία άλλων σεξουαλικώς μεταδιδομένων νοσημάτων, ενώ η θεραπεία γίνεται με από του στόματος λήψη αντιβιοτικής αγωγής ( μετρονιδαζόλη η τινιδαζόλη )

Τα άρθρα του ιστοτόπου μας είναι καθαρά ενημερωτικού χαρακτήρα και δεν υποκαθιστούν σε καμία περίπτωση ιατρικές συμβουλές, διαγνώσεις ή θεραπείες. Για οποιοδήποτε ζήτημα που αφορά την υγεία σας, συμβουλευθείτε ιατρό. ( βλ. όρους χρήσης )