Η εμμηνόπαυση αναφέρεται ως όρος, στην τελευταία περίοδο της γυναίκας, η οποία λαμβάνει χώρο στις περισσότερες γυναίκες μεταξύ 50 και 55 ( μέσος όρος 51,5 έτη ). Καθορίζεται αναδρομικά καθ’ ότι πρέπει να μην υπάρχει περίοδος για 1 έτος.
Ως κλιμακτήριος, ορίζεται η φάση στην αναπαραγωγική ζωή της γυναίκας, κατά την οποία παρατηρείται προοδευτική μείωση της ωοθηκικής λειτουργίας με επακόλουθο μείωση των στεροειδών ορμονών του φύλου ( οιστρογόνα- προγεστερόνη ).
Με τον όρο περιεμμηνόπαυση, αναφερόμαστε σε μία χρονική περίοδο μειούμενης ωοθηκικής λειτουργίας που εν τέλει οδηγεί στην εμμηνόπαυση. Μπορεί να διαρκέσει έως και αρκετά έτη και χαρακτηρίζεται από συμπτώματα που οφείλονται στη μείωση των οιστρογόνων.
Πρόωρη εμμηνόπαυση ή πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια, είναι η διακοπή της εμμήνου ρύσεως πριν την ηλικία των 40.
Τα πρώτα σημάδια
Πρέπει να διευκρινιστεί ότι η εμμηνόπαυση σπανίως επέρχεται ως απότομη διακοπή της εμμήνου ρύσεως, καθώς μερικά έτη πριν ( 3 εώς 5 ) αρχίζουν να εμφανίζονται σημεία που προμηνύουν την επερχόμενη ωοθηκική ανεπάρκεια. Κάποια εξ’ αυτών είναι τα ακόλουθα:
- Ανωοθυλακιορρηκτικοί κύκλοι που οδηγούν σε επικράτηση της οιστρογονικής δράσης στο ενδομήτριο, με επακόλουθο οι κύκλοι να είναι ακαθόριστοι, με αυξημένη ροή και σε κάποιες περιπτώσεις μηνορραγίες και υπερπλασία του ενδομητρίου.
- Διαταραχές της διάθεσης και του συναισθήματος.
- Εξάψεις και νυκτερινές εφιδρώσεις.
Γυναίκες που υποβάλλονται σε υστερεκτομή μετά των εξαρτημάτων ή ωοθηκεκτομή κατά την αναπαραγωγική ηλικία βιώνουν απότομη έναρξη των συμπτωμάτων της εμμηνόπαυσης. Εν αντιθέσει, οι υπέρβαρες γυναίκες επηρεάζονται λιγότερο από τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης, λόγω μετατροπής των ανδρογόνων σε οιστρογόνα περιφερικά, στον λιπώδη ιστό. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι υπέρβαρες γυναίκες έχουν αυξημένη επίπτωση καρκίνου του ενδομητρίου και του μαστού.
Εργαστηριακά η εμμηνόπαυση διαπιστώνεται από τα αυξημένα επίπεδα FSH ( >25, συνήθως >40 ) και τα μειωμένα επίπεδα οιστραδιόλης Ε2 ( από 10 εώς 50 pg/ml ).
Συμπτώματα – Εμμηνόπαυση
Όσον αφορά τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης, διαχωρίζονται σε πρώιμα, ενδιάμεσα, και όψιμα:
Πρώιμα :
- Εξάψεις
- Αυπνία
- Ευερεθιστότητα
- Διαταραχές της διάθεσης
Ενδιάμεσα ( σωματικές αλλαγές ) :
- Ουρογεννητική ατροφία ( ατροφία του κόλπου και του αιδοίου )
- Stress incontinence – ακράτεια ούρων από προσπάθεια
- Μείωση του κολλαγόνου του δέρματος – ρυτίδες
Όψιμα ( ασθένειες ) :
- Οστεοπόρωση
- Άνοια τύπου Alzheimer ( σπανίως )
- Καρδιαγγειακά νοσήματα
Εξάψεις
Οι εξάψεις συνιστούν το πιο συχνό και βασανιστικό σύμπτωμα της εμμηνόπαυσης. Εμφανίζονται στο 85% των γυναικών και περίπου οι μισές εξ’ αυτών δηλώνουν πως επηρεάζουν έντονα την ποιότητα ζωής τους. Συνήθως συμβαίνουν από 8 έως 15 φορές την ημέρα αλλά σε κάποιες γυναίκες μπορεί να εμφανίζονται εντυπωσιακά συχνά, ακόμη και κάθε 30- 40 λεπτά. Μπορεί να συνοδεύονται από εφίδρωση, ζάλη και αίσθημα παλμών και να ξυπνούν την γυναίκα τη νύχτα, προκαλώντας χρόνια κόπωση και ευερεθιστότητα. Η χρήση θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης βελτιώνει άμεσα τη συμπτωματολογία.
Το Επιθήλιο του κόλπου
Το επιθήλιο του κόλπου είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στα οιστρογόνα και η έλλειψη αυτών προκαλεί ατροφία. Ως αποτέλεσμα μπορεί να προκληθεί δυσπαρευνία ( πόνος κατά την επαφή ) και το επιθήλιο γίνεται εύθρυπτο με αποτέλεσμα να προκύπτουν τραυματισμοί του κόλπου εύκολα. Η ατροφική κολπίτιδα εκτός από δυσπαρευνία μπορεί να σχετίζεται και με αίσθημα ξηρότητας και κνησμού. Επίσης λόγω της γενικευμένης ουρογεννητικής ατροφίας, πιθανόν να προκύψει χαλάρωση του πυελικού εδάφους με αποτέλεσμα την ακράτεια ούρων από προσπάθεια. Η χαλάρωση του πυελικού εδάφους σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες μπορεί να οδηγήσει μακροπρόθεσμα σε κυστεοκήλη, ορθοκήλη ή εντεροκήλη, καθώς και πρόπτωση της μήτρας, παθήσεις των οποίων η αντιμετώπιση είναι χειρουργική. Η ατροφία του κόλπου ανταποκρίνεται άριστα στη θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης αλλά και στην τοπική χορήγηση οιστρογόνων με τη μορφή κολπικής κρέμας.
Έλλειψη οιστρογόνων κατά την εμμηνόπαυση, οδηγεί σε επικράτηση της οστεοκλαστικής έναντι της οστεοβλαστικής δραστηριότητας, με επακόλουθο την οστεοπενία και την οστεοπόρωση. 10 εώς 15 χρόνια μετά την εμμηνόπαυση, ο κίνδυνος μίας γυναίκας για κατάγματα είναι από 3 εώς 5 φορές μεγαλύτερος από έναν άνδρα αντίστοιχης ηλικίας. Πρέπει να συνεκτιμώνται και άλλοι παράγοντες κινδύνου και να γίνεται μέτρηση οστικής πυκνότητας με διπλή φωτονιακή απορροφησιομέτρηση ( DEXA ) προκειμένου να τεθεί η διάγνωση. Η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης μειώνει τον κίνδυνο οστεοπόρωσης, αλλά δεν είναι θεραπεία πρώτης γραμμής. Προτιμάται εφόσον συνυπάρχουν συμπτώματα όπως οι εξάψεις και δεν υπάρχουν αντενδείξεις.
Θεραπεία Ορμονικής Υποκατάστασης
Η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης δίνεται εξατομικευμένα. Συνυπολογίζονται τα συμπτώματα της εκάστοτε γυναίκας, τα οφέλη και οι πιθανές επιπλοκές. Υπάρχουν σχετικές και απόλυτες αντενδείξεις. Συνήθως επιλέγουμε να δώσουμε θεραπεία σε γυναίκες με έντονη συμπτωματολογία, οι οποίες δεν έχουν αντενδείξεις.
Γυναίκες που έχουν πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια ή πρόωρη εμμηνόπαυση ( <40, <45 ) πρέπει να λαμβάνουν θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης μέχρι την ηλικία της φυσιολογικής εμμηνόπαυσης, προκειμένου να μειώσουν τον κίνδυνο οστεοπόρωσης και καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Τα θεραπευτικά σχήματα ποικίλουν. Προτιμάται η διαδερμική ή τοπική χορήγηση ( κολπικά ) διότι παρουσιάζουν μειωμένο κίνδυνο θρόμβωσης.
Η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης αυξάνει ελαφρώς τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού και ωοθηκών. Ενώ η χορήγηση μόνο οιστρογόνων σε γυναίκες που έχουν μήτρα συσχετίζεται με αύξηση της πιθανότητας καρκίνου του ενδομητρίου. Επίσης αυξάνει τον κίνδυνο θρόμβωσης. Αντιθέτως, μειώνει τον κίνδυνο οστεοπόρωσης και καρδιαγγειακών νοσημάτων όταν χορηγείται νωρίς κατά την εμμηνόπαυση καθώς και τον κίνδυνο καρκίνου του παχέως εντέρου.
Τα άρθρα του ιστοτόπου μας είναι καθαρά ενημερωτικού χαρακτήρα και δεν υποκαθιστούν σε καμία περίπτωση ιατρικές συμβουλές, διαγνώσεις ή θεραπείες. Για οποιοδήποτε ζήτημα που αφορά την υγεία σας, συμβουλευθείτε ιατρό. ( βλ. όρους χρήσης )