Η αναπαραγωγή θεωρείται από τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων παγκοσμίως ως θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα. Η υπογονιμότητα συνιστά ένα σημαντικό πρόβλημα της εποχής μας που υποεκτιμάται σταθερά. Τα υπογόνιμα ζεύγη συχνά δεν γνωστοποιούν το πρόβλημα τους καθότι η υπογονιμότητα παραμένει ταμπού στην ελληνική κοινωνία, με αποτέλεσμα να επιφορτίζονται με ένα μεγάλο συναισθηματικό βάρος. Δυστυχώς η κοινωνία μας δεν υποστηρίζει επαρκώς τη συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων και ως εκ τούτου δεν υπάρχει και η κατάλληλη στήριξη από το ασφαλιστικό σύστημα προκειμένου τα συγκεκριμένα ζευγάρια να αναζητήσουν λύση στο πρόβλημα τους. Αποτέλεσμα των ανωτέρω είναι στον ψυχικό φόρτο να επιπροστίθεται και το μεγάλο οικονομικό κόστος.

Η υπογεννητικότητα στην Ελλάδα, όπως και στην πλειοψηφία των δυτικών κοινωνιών, συνιστά πλέον ένα σημαντικό πρόβλημα. Ο πληθυσμός της χώρας μετά το 2011 μειώνεται ενώ στατιστικές μελέτες δείχνουν πως το 2050 θα είμαστε λιγότεροι και γηραιότεροι.

Οι οικογένειες πλέον τείνουν να είναι μικρότερες ενώ η ηλικία της γυναίκας όταν αποκτά το 1ο της παιδί είναι μεγαλύτερη σε σχέση με το παρελθόν. Στα ανωτέρω συνετέλεσε σημαντικά η οικονομική αστάθεια των τελευταίων ετών που ώθησε τα ζευγάρια να αναβάλλουν την απόκτηση παιδιού με την προσδοκία της καλύτερης οικονομικής κατάστασης.

Ο δείκτης γονιμότητας στην Ελλάδα βρίσκεται πλέον κατά προσέγγιση κοντά στο 1,3 και σταθερά κάτω από το 1,5, τοποθετώντας μας στην κατηγορία της ακραία χαμηλής γονιμότητας. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι κάθε γυναίκα γεννάει κατά μέσο όρο 1,3 παιδιά. Αποτέλεσμα των ανωτέρω θα είναι ο υποδιπλασιασμός του πληθυσμού στην ελληνική επικράτεια σε διάστημα 44 ετών καθώς και η γήρανση του πληθυσμού μας. Εξαιρέσεις αποτελούν η Κρήτη και τα νησιά του νοτίου Αιγαίου όπου εξακολουθούν να γεννιούνται περισσότεροι από όσους πεθαίνουν. Έχουμε πλέον κάτω από 100.000 τοκετούς το χρόνο.

Η πληθυσμιακή ένεση με τα μεταναστευτικά κύματα δεν συνιστά παρά προσωρινή λύση, καθότι οι μετανάστες προσαρμόζονται έστω και μακροπρόθεσμα στο δυτικό μοντέλο και γεννούν λιγότερα παιδιά.

Ο μέσος όρος ηλικίας της γυναίκας κατά την απόκτηση του πρώτου της παιδιού στην Ελλάδα είναι τα 30 έτη. Μία στις τρείς γεννά το πρώτο της παιδί μεταξύ 30-34 και μία στις τέσσερις μεταξύ 35-39. Έχουμε επίσης την αρνητική πρωτιά του μεγαλύτερου ποσοστού πρώτων γεννήσεων σε ηλικία άνω των 40 σε όλη την Ευρώπη ( 5,3% ). Η αναβολή της απόκτησης του πρώτου παιδιού ως την ηλικία των 40, προκαλεί αύξηση της υπογονιμότητας και μείωση της πιθανότητας απόκτησης δεύτερου και τρίτου παιδιού στα ζευγάρια που θα επιτύχουν τη γέννηση του πρώτου.

Οι μακροπρόθεσμες κοινωνικές και οικονομικές προεκτάσεις του ζητήματος της υπογεννητικότητας είναι τεράστιες και απαιτείται άμεση αλλαγή πλεύσης. Οφείλουμε να επαναπροσδιορίσουμε ως κοινωνία τις προτεραιότητες μας και να δώσουμε σημαντικά κίνητρα και βοηθήματα στους νέους ανθρώπους ώστε να μην αναβάλουν την απόκτηση παιδιών έως ότου είναι αργά. Επιπρόσθετα η ασφαλιστική κάλυψη των τεχνικών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής θα αποτελούσε σημαντική ενίσχυση στη μάχη κατά της υπογεννητικότητας, δίνοντας παράλληλα λύση στο χρόνιο πρόβλημα των υπογόνιμων ζευγαριών.

Τα άρθρα του ιστοτόπου μας είναι καθαρά ενημερωτικού χαρακτήρα και δεν υποκαθιστούν σε καμία περίπτωση ιατρικές συμβουλές, διαγνώσεις ή θεραπείες. Για οποιοδήποτε ζήτημα που αφορά την υγεία σας, συμβουλευθείτε ιατρό. ( βλ. όρους χρήσης )